- δωδεκάτω
- δωδέκατοςtwelfthmasc/neut nom/voc/acc dualδωδέκατοςtwelfthmasc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωδεκάτῳ — δωδέκατος twelfth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάτωι — δωδεκάτῳ , δωδέκατος twelfth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω εκ τών προτέρων αρχ. 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.) 2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ … Dictionary of Greek